ανδρείο-

ανδρείο-
см. αντρειω\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανδρείο-" в других словарях:

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • άστυλος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κένταυρος που προσπάθησε μάταια να πείσει τους αδελφούς του να μην πολεμήσουν εναντίον των Λαπιθών. 2. Πυθαγόρειος φιλόσοφος που τον αναφέρει ο Ιάμβλιχος. 3. Αυλητής Κροτωνιάτης (5ος αι. π.Χ.),… …   Dictionary of Greek

  • ανδρείος — α, ο (ΜΑ ἀνδρεῑος, εία, ον) γενναίος, θαρραλέος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανδρείο(ν) βοτ. ο ανδρώνας τού άνθους αρχ. 1. αυτός που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός 2. ισχυρογνώμων 3. (για πράγμ.) ισχυρός, ζωηρός, έντονος 4. το ουδ. ως ουσ. α) εν. η… …   Dictionary of Greek

  • ανδρειεύω — και αντρειεύω Ι. (αμτβ.) 1. γίνομαι άνδρας, μεγαλώνω 2. δυναμώνω, επιτείνομαι 3. ανακτώ δυνάμεις II. (μεσ., ομαι) 1. εντείνω τις δυνάμεις μου, παίρνω θάρρος 2. παριστάνω τον ανδρείο …   Dictionary of Greek

  • βοαγός — Στην αρχαιότητα, ονομασία του αρχηγού των παιδικών ομάδων. Η νομοθεσία του Λυκούργου, στην αγωγή του πολίτη, υποχρέωνε τα παιδιά να κατατάσσονται από το έβδομο έτος της ηλικίας τους σε ομάδες που ονομάζονταν βούαι.Εκτός από τη στρατολογία έφηβου… …   Dictionary of Greek

  • Αλή πασάς, Μαχντούμπ — (15ος αι.). Τούρκος μεγάλος βεζίρης επί Βαγιαζίτ Β’ (1447 1512). Διορίστηκε αρχηγός του τουρκικού στρατού σε διάφορες εκστρατείες, με σπουδαιότερες εκείνες της Τρανσυλβανίας, της Κιλικίας και της Πελοποννήσου. Κατόρθωσε να νικήσει και στις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • ανθοδόχη — Μέρος του άνθους που συνιστά το πάνω μέρος του ανθικού ποδίσκου. Έχει σχήμα κυπέλλου ή δισκίου και δέχεται τον κάλυκα, τη στεφάνη, το ανδρείο και το γυναικείο. Σε ορισμένα φυτά (φράουλα, σύκο, μήλο κ.ά.), κατά τη διάρκεια της καρποφορίας η α.… …   Dictionary of Greek

  • Βολέσλαος ή Βολεσλαύος — I (Boleslaus).Όνομα ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Β. Α’, ο Ανδρείος (966; – 1025). Δούκας (992 1000) και βασιλιάς της Πολωνίας (1000 25). Γιος του δούκα της Πολωνίας Νιετσίσλαφου, ήταν ο πρώτος Πολωνός ηγεμόνας που αναγορεύτηκε βασιλιάς αφού είχε… …   Dictionary of Greek

  • Βούλγαρης, Γεώργιος — (Ύδρα 1769 – Αγκίστρι, Σαρωνικός 1812). Διοικητής της Ύδρας επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1802 12). Ο Κ. Σάθας τον χαρακτηρίζει ακέραιο και ανδρείο άντρα, που μόνο με την προσωπική του ικανότητα έγινε από απλός ναύτης κυβερνήτης της τουρκικής… …   Dictionary of Greek

  • Λαπίθες — Μυθολογικά πρόσωπα. Μυθικές μορφές της Θεσσαλίας, που σύμφωνα με την παράδοση συγγένευαν με τους Κενταύρους –κοινός πρόγονός τους ήταν ο Ιξίων– από τους οποίους όμως γρήγορα τους ξεχώρισαν οι ποιητές δίνοντάς τους μορφή ανθρώπου και παριστάνοντάς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»